μπροστινέλα

μπροστινέλα
η [μπροστινός]
το μέρος τής ζευκτηρίας που προσαρμόζεται στη σαγή τού στήθους τών υποζυγίων, κυρίως τών αλόγων, και χρησιμεύει για την έλξη, προστερνίδιο, περιστήθιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελκυστήρας — ο (AM ἑλκυστήρ) νεοελλ. 1. μέρος τού σαμαριού τού αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα 2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος αρχ. 1. εμβρυουλκός 2. χαλινάρι 3. ως επίθ …   Dictionary of Greek

  • μπροστελίνα — η (Μ μπροστελίνα) η μπροστινέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστέλι + κατάλ. ίνα (πρβλ. ελαφ ίνα)] …   Dictionary of Greek

  • περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • ελκυστήρας — ο 1. το μέσο με το οποίο τραβάμε κάτι (σκοινί, χαλινάρι κτλ.). 2. μαιευτικό εργαλείο για τράβηγμα του εμβρύου, ο εμβρυουλκός. 3. το τμήμα από τα εξαρτήματα του αλόγου για ζέψιμο που προσαρμόζεται στο στήθος του, η μπροστινέλα. 4. όχημα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”